θεολόγος

θεολόγος
Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 606 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται 22 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πεταλούδων του νομού Δωδεκάνησου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 580 κάτ.) στην πρώην επαρχία Χαλκίδος του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται 31 χλμ. Α της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διρφύων. 3. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 731 κάτ.) της Θάσου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θάσου του νομού Καβάλας. 4. Ακατοίκητος οικισμός του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου. 5. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 803 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδος του νομού Φθιώτιδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαλεσίνας.
* * *
ο (AM θεολόγος)
αυτός που μιλάει για τον θεό και τα θεία πράγματα
νεοελλ.-μσν.
αυτός που ασχολείται με τη θεολογία, ο κάτοχος τής θεολογικής επιστήμης
αρχ.
(για τον Μωυσή) ο σοφός σχετικά με τα θεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -λόγος (< λέγω), πρβλ. βιο-λόγος, εντομο-λόγος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θεόλογος — one who discourses of the gods masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολόγος — ο, η επιστήμονας που ασχολείται με τη θεολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άγιος Ιωάννης θεολόγος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 275 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονας του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στα βορειοανατολικά της Σπάρτης. Υπάγετα διοικητικά στον δήμο Οινούντος …   Dictionary of Greek

  • Νικολούδης, Θεολόγος — (Λέρος 1890 – Αθήνα 1946). Δημοσιογράφος και πολιτικός. Τα πρώτα γράμματα διδάχτηκε στη Σμύρνη και συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του στη Σύρο και στο Κάιρο. Εργάστηκε αρχικά ως τραπεζικός υπάλληλος, αλλά σύντομα επιδόθηκε στη δημοσιογραφία,… …   Dictionary of Greek

  • θεολόγοις — θεόλογος one who discourses of the gods masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολόγου — θεόλογος one who discourses of the gods masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολόγους — θεόλογος one who discourses of the gods masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολόγων — θεόλογος one who discourses of the gods masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολόγῳ — θεόλογος one who discourses of the gods masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόλογοι — θεόλογος one who discourses of the gods masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”